- επαλείφω
- (AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω)αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσίαμσν.«δώροις ἐφαλείφω» — γεμίζω κάποιον με δώρααρχ.1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω4. χρωματίζω με μεταλλική βαφή τα σιδερένια ύφαλα τού πλοίου5. «τοὺς τοίχους τούς δύο ἐπαλείφω» (παροιμ. στον Παυσ.)κολακεύω και τα δύο μέρη, περιποιούμαι και τον ένα και τον ἄλλο, είμαι διπλοπρόσωπος.
Dictionary of Greek. 2013.